- ὀψωνάτωρ
- ὀψων-άτωρ [ᾱ], ορος, ὁ,A caterer, Ath.4.171a (from Lat. obsonator, cf. AB339.14).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οψωνάτωρ — ὀψωνάτωρ και ὀψωνιάτωρ, ὁ (Α) αγοραστής τροφίμων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. λατ. opsonator (< opsonium < ὀψώνιον)] … Dictionary of Greek
ὀψωνάτορα — ὀψωνάτωρ caterer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψωνάτορες — ὀψωνάτωρ caterer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οψωνιάτωρ — ὀψωνιάτωρ, ὁ (Α) βλ. οψωνάτωρ … Dictionary of Greek